ἀσμένως

ἀσμένως
ἀσμένως adv. fr. ἄσμενος (Aeschyl.+; SIG 742, 52; PGrenf II, 14, 17f; UPZ 110, 160; 145, 31; 2 and 3 Macc; EpArist 5; Jos., Bell. 1, 309 al.; Just., D. 1, 2 al.) gladly ἀ. ἀποδέχεσθαι receive someone gladly (Cebes 26, 1 ἀσμ. ὑποδέχεσθαί τινα; Philo, Rer. Div. Her. 295 v.l.; Jos., Ant. 4, 131 ἀ. δέχ. τ. λόγους) Ac 2:41 v.l.; 21:17.—DELG s.v. ἄσμενος. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁσμένως — ἀσμένως , ἄσμενος well pleased adverbial ἀσμένως , ἄσμενος well pleased masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσμενῶς — ἀσμενής adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσμένως — ἄσμενος well pleased adverbial ἄσμενος well pleased masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • любезно — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  нареч. (греч. ἀσμένως) усердно; (греч. σχεδίως) понемногу,… …   Словарь церковнославянского языка

  • неотъриновеньнѣ — (1*) нар. Охотно, радостно: помышлѧти достоина˫а. и смиреномъ быти. и скрушеномъ. и вьсѧ приимати неѿриновеньнѣ. (ἀσμένως) ФСт XIV, 102г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άσμενος — ἄσμενος, η, ον (Α) 1.1. πάρα πολύ ευχαριστημένος, περιχαρής 2. (με επιρρ. σημ.) ευχαρίστως, με μεγάλη χαρά II. επίρρ. ἀσμένως ευχαρίστως, με πολλή χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρει το ινδοευρ. επίθημα meno , το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις… …   Dictionary of Greek

  • συνυπακούω — ΝΑ υπονοώ κάτι που παραλείπεται, υπαινίσσομαι αρχ. 1. υπακούω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ἀσμένως συνεπακουσάντων», Διόδ.) 2. εννοώ κάτι μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • ՅՕԺԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0380 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c գ. προαίρεσις, προθυμία, πρόθεσις praeelectio, promptitudo animi, propositum եւն. Յօժարիլն. կամք. ըիտրութիւն. հաճութիւն. յարումն. բերումն. ցանկութիւն բարւոյ կամ չարի. փոյթ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πεπιασμένως — πιάζω perf part mp masc acc pl (doric) πεπῑασμένως , πιαίνω fatten perf part mp masc acc pl (doric) πιέζω Ep.. perf part mp masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”